Από την εκδήλωση “1923, Σύμβαση Ανταλλαγής των Πληθυσμών – Πόλεμος, Εθνοκάθαρση και Ξεριζωμός” στη Θεσσαλονίκη

Γέμισε η αίθουσα των εκδηλώσεων στον Πολυχώρο Πολιτισμού Ισλαχανέ το απόγευμα της Τετάρτης 8 Φεβρουαρίου στην παρουσίαση του θέματος της Ανταλλαγής των πληθυσμών του 1923 με αφορμή την έκδοση του συλλογικού τόμου «1919-1922 στους δρόμους του πολέμου και της καταστροφής Απεσταλμένοι των Ισχυρών, για τη Μεγάλη Ιδέα – Κείμενα για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την προσφυγιά» από τις εκδόσεις “Εκτός Των Τειχών”. Το Ισλαχανέ (πρώην Σχολή Τεχνών & Επαγγελμάτων Χαμιδιέ) έχει άμεση σχέση με την Ανταλλαγή. Ο ανακαινισμένος χώρος που λειτουργεί ως μουσείο και κέντρο πολιτιστικών εκδηλώσεων, είναι ένα από τέσσερα κτίρια του Οθωμανικού οικοτροφείου- τεχνικής σχολής, το οποίο και αυτό ανταλλάχθηκε μαζί με τους ανθρώπους βάση της σύμβασης της Λοζάνης και των μετέπειτα οικονομικών συμφωνιών του 1930.

Η Αθηνά Παπανικολάου, φιλόλογος και συγγραφέας, μίλησε και παρουσίασε εικόνες για τους Ελληνόφωνους μουσουλμάνους, Βαλαάδες, της Κοζάνης και των Γρεβενών και τους απογόνους τους στην Τουρκία, ο Γιάννης Γκλαρνέτατζης, συγγραφέας, έκανε μια κριτική παρουσίαση πλευρών του βιβλίου, αναφερόμενος ιδιαίτερα στο ζήτημα της Ανταλλαγής και των εθνικισμών και ο Δημήρης Παυλίδης, ένας από τους επιμελητές της έκδοσης μίλησε για την συμφωνία της Ανταλλαγής και τις ευθύνες αυτών που την συνυπέγραψαν και την προετοίμασαν με τις πολιτικές που άσκησαν διαχρονικά. Παρουσιάστηκαν βίντεο με αφηγήσεις απογόνων προσφύγων -ανταλλαχθέντων και ανακοινώθηκε η πρωτοβουλία συγκέντρωσης υλικού για την βοήθεια και την αλληλεγγύη στον δοκιμαζόμενο λαό της Τουρκίας και του Κουρδιστάν. Ιδιαίτερα τιμητική και σημαντική για την πετυχημένη παρουσίαση και την εκδήλωση η φιλόξενη υποδοχή της από τους εργαζόμενους και τους υπεύθυνους του Πολυχώρου.

Διαβάστε την εισήγηση του Δ. Παυλίδη και δείτε και τις τρεις εισηγήσεις στα βίντεο που ακολουθούν!

1923 , Σύμβαση Ανταλλαγής

Ανθρωποθυσία στον βωμό του εθνικά καθαρού  κράτους και της ιμπεριαλιστικής σταθερότητας

Του Δ.Παυλίδη* 

Καλησπέρα σας.  Σας ευχαριστούμε που ανταποκριθήκατε στην πρόσκληση του εκδόσεων μας.

Θα με συγχωρήσετε για την  -κατά  κάποιο τρόπο – προσωπική  μικρή εισαγωγή στο θέμα που πρόκειται να παρουσιάσω σχετικά με  την σύμβαση της Ανταλλαγής. Σκηνές σας τις ακόλουθες εκτυλίχθηκαν  πολλές φορές σε  πολλά σημεία της Μικράς Ασίας αλλά και της Μακεδονίας και ορισμένων νησιών του Αιγαίου   για αρκετό καιρό μετά τον Αύγουστο του 1922

Η τελευταία μεγάλη ομάδα  Ελληνορθοδοξων Ποντίων  εγκατέλειψε την Νικόπολη,   στις 12/25 Ιουνίου 1924 ημέρα  Τετάρτη. Αφού  ενώθηκαν με τους κατοίκους που είχαν απομείνει από τα γύρω χωριά περπάτησαν επί πέντε ημέρες μέσα από τις διαβάσεις  της οροσειράς του Παρυάδρη για να φτάσουν στην Κερασούντα.  Το ατμόπλοιο  Αρχιπέλαγος   που  πήρε τους τελευταίους και περισσότερους  αναχώρησε  στις 15 Αυγούστου. Ύστερα από ταξίδι  έξι ημερών  έφτασαν στην Θεσσαλονίκη και πέρασαν 15 ημέρες στην καραντίνα  της Καλαμαριάς  πριν διασκορπιστούν , οι πιο πολλοί  στην Καβάλα  αλλά και στις Σέρρες , Δράμα, Κομοτηνή  , γύρω από την Θεσσαλονίκη  και αλλού … η Έξοδος  από την Μάκρη και το γειτονικό  Λιβίσι  έγινε δυο περίπου χρόνια  νωρίτερα  στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1922.  Με τα πλοία  Αλεξάνδρα , Ευγενία, Ιωάννης  και Ανδρέας με πρώτους μεταβατικούς  σταθμούς την Ρόδο, το Καστελοριζο την Σάμο  , την Κέα  και  την Τήνο. Οι Μακρηνολιβιασιανοί στην συνέχεια σκορπίστηκαν σε πολλά σημεία της Ελλάδας και στο εξωτερικό με τους περισσότερους  να εγκαθίστανται   στην Ρόδο και  στην Ξυλοκέριζα   της  Αττικής , την σημερινή Νέα Μάκρη.

Η Νικόπολη  το σημερινό Σεμπινκαραχισάρ  βρίσκεται  στον  ανατολικό Πόντο  στην βορειοανατολική Τουρκία . Η Μάκρη η σημερινή Φετιγιέ και το Λιβίσι , σημερινό  Καγιάκοι , αντίθετα  βρίσκονται στα νότια δυτικά  παράλια της Τουρκίας. Το Λιβίσι είναι ίσως το πιο γνωστό παλιό ελληνικό χωριό – φάντασμα της  Μικράς Ασίας.

Πριν λίγες ημέρες συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από  την υπογραφή της Σύμβασης για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.  17/1/1923  με το παλιό ημερολόγιο και 30/1/1923 με το νέο.   Η σύμβαση επικυρώθηκε  6  μήνες αργότερα με την συνθήκη της Λωζάννης  και μπήκε σε εφαρμογή  λίγο  μετά.   Για δύο και πλέον  χρόνια σύμφωνα με   τις προβλέψεις της, εκατοντάδες  χιλιάδες άνθρωποι ,  Ελληνορθόδοξοι   από  την Μικρά Ασία  και την Ανατολική Θράκη και  Τούρκοι  μουσουλμάνοι  από  την ηπειρωτική Ελλάδα,  διασταυρώθηκαν σε αντίθετες διαδρομές . Ακολούθησαν τους πρόσφυγες του πολέμου ολοκληρώνοντας μια διπλή, ιστορικής κλίμακας  Έξοδο. Οι μεν εγκατέλειψαν οριστικά την Μικρά Ασία ύστερα από αιώνες παρουσίας , οι δε εγκατέλειψαν την Ρούμελη, την ηπειρωτική Ελλάδα και αυτοί ύστερα από αιώνες, λιγότερους αλλά αιώνες,  παρουσίας.   Έγιναν πρόσφυγες σε καιρό ειρήνης  , χαρακτηρίστηκαν χωρίς να ερωτηθούν   ανταλλάξιμοι/Mubadiller   και   ξεριζώθηκαν  από  τις πατρογονικές εστίες τους.  Ήταν η πρώτη στην ιστορία  – του λεγόμενου     διεθνούς δικαίου –   συμφωνία  υποχρεωτικής ανταλλαγής  πληθυσμών. Μοναδικό  κριτήριο το θρήσκευμα.  Υπήρξαν οι  εξαιρέσεις. των πληθυσμών της Κωνσταντινούπολης, Δυτικής Θράκης , Ίμβρου και Τενέδου και των μουσουλμάνων αλβανικής καταγωγής  στην Ήπειρο.  Στις δυο πρώτες περιπτώσεις ,  Δυτική Θράκη και Κωνσταντινούπολη, η εξαίρεση θεωρήθηκε συμμετρική  και όπως έχει λεχθεί από πολλούς –  αλλά   αποδείχτηκε  και στο διάβα   των χρόνων που μεσολάβησαν – Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν  με αυτόν τον τρόπο , την ίδια στιγμή,    να ανταλλάξουν πληθυσμούς  αλλά  να ανταλλάξουν και ομήρους. Δηλαδή τις μειονότητες που απέμειναν.   Η περίφημη  ανακατάταξη των μεικτών ελληνοτουρκικών πληθυσμών  που τόσο κυνικά περιέγραψε ως την προϋπόθεση της μεταπολεμικής σταθερότητας  ο αρχηγός της βρετανικής αντιπροσωπείας  και ένας από τους αρχιτέκτονες της συμφωνίας λόρδος  Κώρζον, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις  και αποτέλεσε  νομικό προηγούμενο που  θα επαναλαμβανόταν μελλοντικά  με τη βίαιη μετακίνηση των Γερμανών της  Ανατολικής Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο , την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν,  και ποιος ξέρει τι άλλο  μας επιφυλάσσει το μέλλον αν  αφήσουμε να το προετοιμάζουν   οι έμποροι των εθνών και οι  εμπρηστές των πολέμων.

Στη κυρίαρχη αφήγηση η συμφωνία ανταλλαγής παρουσιάζεται ως μια αναγκαστική και ταυτόχρονα ρεαλιστική επιλογή του Βενιζέλου και μέσω αυτού  της ελληνικής στρατιωτικής  κυβέρνησης  Γονατά που ανέλαβε  μετά την  κορύφωση της μικρασιατικής  τραγωδίας.  Γι αυτήν την εκδοχή  αποκλειστικός υπεύθυνος θεωρείται η τουρκική πλευρά  η οποία εξ΄ αρχής αρνήθηκε  κάθε συζήτηση για  επιστροφή  των προσφύγων και πίεζε  για γενική εφαρμογή της ανταλλαγής με την συμπερίληψη  των Ελληνορθόδοξων   της  Κωνσταντινούπολης και του Πατριαρχείου. Η μοναδική  πλευρά, δηλαδή,  που ευθύνεται για πράξεις μαζικής εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας.   Μια τέτοια   θεώρηση  είναι  βολική  για την  αστική ιστοριογραφία και ιδεολογία  αλλά  εντελώς μονοσήμαντη , δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα και  κλείνει την ιστορική έρευνα και αναζήτηση  πριν καλά-καλά ξεκινήσει. Εν τέλει είναι μια  ερμηνεία βασισμένη στο έδαφος  μόνο του εθνικισμού της μιας πλευράς. Γιατί ακόμη και αν δεχθούμε  πως πράγματι  τον Σεπτέμβρη του 1922 ύστερα από την οριστική ήττα και αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία οι επιλογές είχαν απελπιστικά λιγοστέψει και  η μετακίνηση αναδεικνύονταν  ως η μοναδική λύση  θα πρέπει να εξετάσουμε  πως φτάσαμε μέχρι  εκεί.  Δηλαδή  γιατί  ο αντιδημοφιλής ρεαλισμός όπως είχε  παραδεχθεί ο ίδιος  Βενιζέλος ( από  ορισμένους αστούς ιστορικούς  χαρακτηρίστηκε  υπέρτατος ρεαλισμός !)    δεν επικράτησε  στην ελληνική ηγεσία και σε όλες τις προηγούμενες αποφάσεις της, αρχής γενομένης από εκείνη για αποστολή στρατού στην Μικρά Ασία και όσα ακολούθησαν. Η , εφόσον η   συμφωνία  του 1923 ήταν όπως έχει γραφεί  παράδειγμα της διπλωματίας του εφικτού, έχουμε δικαίωμα να αναρωτηθούμε γιατί αυτή η αναζήτηση του εφικτού δεν υπήρξε όταν ξεκίνησε η υλοποίηση της  ιδέας   για την  Ελλάδα  των δυο   ηπείρων και των πέντε θαλασσών; 

Στο εμβληματικό  μυθιστόρημα του, Στου Χατζηφράγκου  ο Κοσμάς Πολίτης  βάζει στο στόμα του παπά-Νικόλα όταν αυτός δεν μπορεί να αποφύγει τα δύσκολα στη συνομιλία  με τον Τούρκο που θρηνεί τον ξεριζωμό του  από την Θεσσαλία  την παρακάτω φράση : «Ρεϊζ εφέντη, σ’ όλα αυτά, φταίνε τα σύνορα και οι θρησκείες. Άνθρωποι είμαστε όλοι μας. Ένας είναι ο Θεός, αδιάφορο ποιος είναι ο προφήτης του. Κι άμα το θένε οι μεγάλοι, τα ταιριάζουν».(1)   Στην περίπτωση που εξετάζουμε  όχι μόνο τίποτε  δεν ταίριαξε αλλά οι παλιοί , επί αιώνες συγκάτοικοι, βρέθηκαν αντιμέτωποι. Τα σύνορα χαράχτηκαν με αίμα, οι εθνικισμοί κυριάρχησαν ,  οι θρησκείες σήκωσαν την σημαία της  αλληλοσφαγής  και οι Μεγάλες Δυνάμεις  ριχτήκαν  σε μια άγρια αναμέτρηση  αναμεταξύ τους για να λογαριάσουν ,  παίζοντας με  τις ζωές των εκατομμυρίων  ανθρώπων,  τα συμφέροντα τους και τις επιδιώξεις τους  στα εδάφη της αυτοκρατορίας που διαλύονταν.

Η Ανταλλαγή του 1923 ήταν η κορυφαία  τραγική και εν πολλοίς  τελική στιγμή μιας ολόκληρης περιόδου  ξεδιαλέγματος των λαών, όπως εύστοχα ονομάστηκε,  η οποία ξεκίνησε με την αφύπνιση των εθνικισμών  στα πλαίσια της  Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τον 19ο αιώνα, στα Βαλκάνια, στον Καύκασο και αλλού  και  άρχισε να επιταχύνεται από το 1912  με το ξέσπασμα του πρώτου βαλκανικού πολέμου.  Η διαδικασία αυτή δεν ήταν φαινόμενο  που εμφανίστηκε μόνο στα εδάφη και τους λαούς που κατοικούσαν εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και αλλού , λόγου χάρη στην  Αυστροουγγαρία,  έχουμε το ίδιο φαινόμενο της αποσύνθεσης και του εθνικού διαχωρισμού  με λιγότερο αιματηρό τρόπο   είναι αλήθεια   Σε αυτό το βίαιο  ξεδιάλεγμα όλοι οι πρωταγωνιστές, διεθνείς και τοπικοί  έχουν  μερίδιο ευθύνης. Η επιδίωξη  εθνικά ομοιογενών  κρατών ήταν κοινή  για όλους τους εθνικισμούς  και τα εθνοκρατικά κέντρα τα οποία αναδύθηκαν  στην πορεία των χρόνων. Μια εξέλιξη που είχε τις ρίζες της στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και στην ανάγκη για την δημιουργία κρατικής/εθνικής κυριαρχικής  βάσης και αγοράς.  Τις επιδιώξεις αυτές εκμεταλλεύτηκαν , υποδαύλισαν και χειρίστηκαν πολύμορφα οι ισχυρές  αποικιακές – ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής , ιδιαίτερα αυτές  της Ευρώπης, εξέλιξη που πήρε ιδιαίτερη δυναμική με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Η  αλληλοδιαπλοκή  αυτών των δύο παραγόντων είναι ολοφάνερη αν εξετάσουμε  τις  πολιτικές   και τους  σχεδιασμούς  που ακολούθησαν όλες οι πλευρές,  πέρα από συγκυριακές  και επιμέρους διαφορές. Στην περίπτωση που εξετάζουμε δεν ήταν μόνο η πολιτική των Νεοτούρκων που επιδίωκε τον εκτουρκισμό και την εθνική  ομογενοποίηση , με ιδιαίτερη σκληρότητα είναι αλήθεια σε αρκετές περιπτώσεις . Και οι άλλες πλευρές είχαν ανάλογες  επιδιώξεις .  Δεν ήταν μόνο νεοτουρκική,   κεμαλική  στην συνέχεια,  η αντίληψη του εθνοκαθαρμένου κράτους  αλλά  κοινή αντίληψη  όλων των αστικών τάξεων της περιοχής και των κρατικών κέντρων τους. Οι μετακινήσεις πληθυσμών πριν το 1923 στην νότια  Βαλκανική χερσόνησο και οι συμφωνίες του 1914 και του 1919  ανάμεσα στην Ελλάδα, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Βουλγαρία αντίστοιχα,    μόνο κατ’ όνομα   ήταν εθελοντικές.  Υπήρξαν προσφιλές εργαλείο άσκησης πολιτικής και  εκατέρωθεν εκβιασμών  τόσο για το βουλγαρικό όσο και για το ελληνικό κρατικό κέντρο. Το ελληνικό κράτος της Μεγάλης Ιδέας δεν ήταν όπως θέλουν  να το παρουσιάσουν οι αστοί ιστοριογράφοι  ανεκτικό στον άλλον, στον αλλόγλωσο  και τον θρησκευτικά διαφορετικό. Τα όσα συνέβησαν στην Μακεδονία μετά το 1912 , ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, μπορεί να μην συγκρίνονται με τις νεοτουρκικές  διώξεις, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθούν  μια κατάσταση ανοχής και γι αυτό φυσικά δεν έφταιγε μόνο  – όπως ισχυρίζονται οι αστοί ιστορικοί- ο  υπερβάλλον ζήλος του απλού  χωροφύλακα  και αγροφύλακα.

Προτείνοντας το 1919 την εθελοντική ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία, ο Βενιζέλος είχε προσδιορίσει απερίφραστα το ζητούμενο γι αυτόν , που ήταν και ο ιδανικός  στόχος του κάθε  εθνικισμού : “ Η  συγκέντρωσις – όπως είχε δηλώσει –  εις τα αυτά εδάφη των ομοφύλων και  η κατά το δυνατόν υπαγωγή εις έκαστον κράτος αμιγών πληθυσμών ανηκόντων εις την αυτήν εθνικότητα”  Ακόμη και στην περίοδο που η βενιζελική πολιτική ήθελε να δείχνει προς τα έξω  πως μπορεί να εγγυηθεί μια πολυεθνική κοινωνία στην ζώνη κατοχής στην Μικρά Ασία , τόσο στην περίφημη συνθήκη των Σεβρών όσο και στις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις στην διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου δεν απέκρυβε τις απώτερες επιδιώξεις της. Δηλαδή το ξεδιάλεγμα/ανακατάταξη των μικτών πληθυσμών όταν  θα γίνονταν οριστικές οι εδαφικές διευθετήσεις.  Είναι γνωστό πως στα μελλοντικά σχέδια  εφόσον  θα είχε εξασφαλιστεί  οριστικά  η ελληνική ζώνη κυριαρχίας στην δυτική Μικρά Ασία,  περιλαμβάνονταν και οι εκατέρωθεν μετακίνηση πληθυσμών και ο εποικισμός των περιοχών που θα άδειαζαν. Για να μην αναφερθούμε στις απόψεις που είχαν διατυπώσει  οι μοναρχικοί και ο ίδιος  ο βασιλιάς Κωνσταντίνος  για την εκδίωξη των τούρκο-μουσουλμανικών  πληθυσμών στα βάθη της Ασίας.

Αστοί ιστορικοί διαλέγουν ότι τους συμφέρει από τις θέσεις και την πολιτική του Βενιζέλου από τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας ως το 1923 σχετικά με τις μειονότητες. Η πραγματικότητα είναι πως αυτές οι θέσεις πήγαιναν ανάλογα   με τις περιπέτειες για την υλοποίηση   της Μεγάλης Ιδέας.  Όταν  αυτή ζωντάνευε και φάνταζε  εφικτή  ,  τόσο οι υποσχέσεις  για σεβασμό των μειονοτήτων πλήθαιναν.   Όταν  αυτή έχανε  κάθε προοπτική  τότε έβγαινε στην επιφάνεια η ανάγκη για αμιγές εθνικά ελληνικό κράτος. Η  Μεγεθυνόμενη Ελλάδα θα ήταν  και δύναμη μουσουλμανική λέχθηκε χαρακτηριστικά,  αλλά όταν  η ιδέα της  μεγέθυνσης  συντρίφτηκε,  θεωρήθηκε προτέρημα η Ελλάδα να μείνει μόνο δύναμη Ελληνική.  

Στο διάστημα ανάμεσα στην επικράτηση του κινήματος  των Νεοτούρκων και στην οριστική ήττα του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία ένα  πλήθος εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων έπαιξαν καταλυτικό ρόλο για όσα τραγικά ακολούθησαν. Ας αναφέρουμε συνοπτικά μερικούς.

Η ιστορική   καθυστέρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αργή ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων  σε συνδυασμό  με την  οικονομική  υπεροχή   αλλόθρησκων  μειονοτήτων, κυρίως  Ελλήνων και Αρμενίων,     δημιούργησε  τις προϋποθέσεις  για την λύση των εθνικών  ζητημάτων  με ιδιαίτερα  σκληρό   τρόπο. Με   βίαιες  προσπάθειες  ενσωμάτωσης  αλλά και σφαγές ,  εκτοπισμούς,  διώξεις  και καταπίεση εκ μέρους του αναδυόμενου τούρκικου εθνικισμού.

Η επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Στα  εδάφη της μεγάλης Αυτοκρατορίας διεξήχθη μια πολύχρονη  σκληρή αναμέτρηση   για διεκδίκηση επιρροής αξιοποιώντας επιδέξια  τις εσωτερικές αντιφάσεις  και αντιθέσεις και χρησιμοποιώντας ως εργαλείο άλλοτε  τις μειονότητες και άλλοτε πτέρυγες του αναδυόμενου τουρκικού εθνικισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα  ο ρόλος της Γερμανίας η οποία υποστήριξε  αν δεν καθοδήγησε τις βίαιες  διώξεις  σε βάρος των μειονοτήτων εκ μέρους των Νεότουρκων θεωρώντας πως με αυτόν τρόπο θα εκτόπιζε την άγγλο-γαλλική παρουσία .

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και στην συνέχεια ο  Μεγάλος Πόλεμος  που βάθυναν τις διαχωριστικές  γραμμές , γέννησαν  νέες  αντιθέσεις  , πολλαπλασίασαν  τις έχθρες ανάμεσα στις εθνότητες και τις κοινότητες  αλλά  και έδωσαν την ευκαιρία  στις δυτικές δυνάμεις να ριχτούν σε μια σκληρή διαπάλη η μια σε βάρος της άλλης .

Αγγλία , Γαλλία,  Τσαρική Ρωσία,  Ιταλία   και από απόσταση αλλά  με ζωηρό  ενδιαφέρον  οι ΗΠΑ,  έστησαν και διέλυσαν  λυκοσυμμαχίες  ή αναμετρήθηκαν με επίδικο την θνήσκουσα   Αυτοκρατορία, τις  στρατηγικές θέσεις και τις πετρελαιοπηγές.   Αγγλία , Γαλλία και Ιταλία  αφού πρώτα επιχείρησαν να μοιράσουν από κοινού  την λεία  στη συνέχεια  κάτω από την ισχύ  της αντίστασης του τουρκικού  κινήματος ανεξαρτησίας  επιδόθηκαν  σε μια αναμέτρηση  για προσεταιρισμό του.

Η  ελληνική  τυχοδιωκτική στρατιωτική επιχείρηση,  απεσταλμένη κυρίως του αγγλικού ιμπεριαλισμού,  η κατοχή και στην συνέχεια η εκστρατεία που μετατράπηκε  σύντομα   σε ένα σκληρό πόλεμο θέσεων με τυφλές σφαγές αμάχων   και γενικευμένες  καταστροφές.  Καταστροφές  και σφαγές οι οποίες ειδικά στην τελευταία φάση της άτακτης υποχώρησης δεν είχαν κανένα λόγο να γίνουν και  υπονόμευσαν πλήρως  ακόμη και τις ελάχιστες ελπίδες  για παραμονή των  ελληνικών  πληθυσμών  και συγκατοίκηση.

Η ιστορία της Εξόδου αλλά και  της ύστερης Οθωμανικής περιόδου στην Μικρά Ασία  δεν έχει ακόμη γραφεί με επάρκεια. Η μελέτη αυτής της περιόδου  αλλά και αυτής  του ελληνοτουρκικού πολέμου  και της πολιτικής του ιμπεριαλισμού στην περιοχή αποτελεί , εκτός από Ιστορία και σύγχρονη   πολιτική ανάγκη. Για την βαθύτερη κατανόηση των όσων συμβαίνουν ή μέλλουν να γίνουν στην περιοχή μας, ανάμεσα στις δυο αστικές τάξεις και τους δύο λαούς.

Σε όλη την διάρκεια προετοιμασίας και της συγγραφής του κειμένου με το οποίο συμμετέχω  στην  έκδοση   με αφορμή την οποία γίνεται η σημερινή εκδήλωση , ένα ερώτημα έρχονταν και ξανάρχονταν. Θα μπορούσε τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά και να αποφευχθεί μιας τέτοιας κλίμακας μετακίνηση/εκριζωσμός ανθρώπων που δεν έφταιξαν σε τίποτε.  Η διαφορετικά :  Ποιες  προϋποθέσεις ήταν απαραίτητες για μια διαφορετική εξέλιξη η οποία θα  διατηρούσε και θα  διασφάλιζε την  μακραίωνη  συμβίωση των λαών και των κοινοτήτων της Μικράς Ασίας;   Πέρα από την αλληλοσφαγή, την αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών ή μια  θνησιγενή , όπως αποδείχτηκε σε άλλες περιπτώσεις στην Ανατολική Ευρώπη, συμφωνία για σεβασμό των μειονοτήτων.  Η  απάντηση που δίνω   δυστυχώς είναι αρνητική. Στο έδαφος της αποσυντιθέμενης  Οθωμανικής  αυτοκρατορίας   το εργατικό κίνημα ήταν πολύ αδύναμο. Το  ίδιο και το  κομουνιστικό κίνημα. Οι μόνες δυνάμεις που θα μπορούσαν να παίξουν ενοποιητικό και όχι διχαστικό ρόλο, όπως εξελίχθηκαν οι αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές  τάξεις. Οι υλικές κοινωνικές προϋποθέσεις και το επίπεδο ανάπτυξης  των καπιταλιστικών σχέσεων όμως   δεν βοηθούσαν για μια γρήγορη επικράτηση  τους. Η   ανάπτυξη  ορισμένων εργατικών αγώνων  και συνδικαλιστικών συγκροτήσεων στον κλάδο των μεταλλείων και των σιδηροδρόμων  την περίοδο  των δυο χρόνων που ακολούθησε το κίνημα των Νεοτούρκων 1908-1910 και μια αισθητή άνθιση των σοσιαλιστικών ιδεών στην Κωνσταντινούπολη και την Σμύρνη ανακόπηκαν  βίαια μετά τις επιθέσεις και τις αντι-απεργιακές νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης του Κομιτάτου. Αρκετά γρήγορα ο εθνικισμός υπερίσχυσε των πρώτων σοσιαλιστικών προσπαθειών σε όλες τα τμήματα  της τότε Οθωμανικής πολυεθνικής   εργατικής τάξης .  Όπως γράφω και στις  τελευταίες παραγράφους του κειμένου μου ….

« Ήταν μια ιστορική στιγμή στην οποία διαλύθηκαν τρεις ισχυρές πολυεθνικές Αυτοκρατορίες. Η Αυστροουγγρική, η Οθωμανική και η Ρωσική. Μορφές κρατικής συγκρότησης και διακυβέρνησης ξεπερασμένες που είχαν γίνει εμπόδια στην πρόοδο, οχυρά της οπισθοδρόμησης, της καθυστέρησης και της βαθιάς αντίδρασης. Τη διάλυσή τους επιτάχυνε ο Μεγάλος Πόλεμος, ο Α’ Παγκόσμιος, ο οποίος προκάλεσε ποταμούς αίματος, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Στα εδάφη των δύο πρώτων αυτοκρατοριών κυριάρχησαν οι εθνικισμοί και οι διαιρέσεις. Στην τρίτη περίπτωση οι λαοί διάλεξαν άλλο δρόμο. Με επικεφαλής πρωτοπόρα τμήματα της ρώσικης (και όχι μόνο ) εργατικής τάξης και τους Μπολσεβίκους, λαοί και εθνότητες, που ζούσαν κάτω από την τσαρική απολυταρχία και τον μεγαλορώσικο σωβινισμό, ξεκίνησαν να χτίζουν μια νέα πολυεθνική κοινωνία. Βασισμένη, αυτήν την φορά όχι στην καταπίεση της μιας εθνότητας πάνω στην άλλη, αλλά στις ιδέες της κοινωνικής ισότητας, της εθνικής ισοτιμίας και αυτοδιάθεσης και της διεθνικής αλληλεγγύης.

Σε αυτό  το σημείο βέβαια κανείς μπορεί να αναρωτηθεί δίκαια πως εν τέλει  και αυτή η προσπάθεια δεν ευδοκίμησε στο διάβα του χρόνου,  και είδαμε , βλέπουμε,  μια πλήρη ανατροπή και οπισθοδρόμηση. Τα όσα τραγικά  συνέβησαν και συνεχίζουν να εκτυλίσσονται στο έδαφος της Ουκρανίας δεν γίνεται να μην προβληματίζουν. Παρ’ όλα  αυτά όμως το ερώτημα και η ανάγκη  δε μπορούν να προσπεραστούν

Στην πρώτη αυτή  απόπειρα, στο χώρο της πρώην Σοβιετική Ένωσης τόλμησαν  να προχωρήσουν αρκετά βαθιά στο μέλλον, ορισμένες φορές αγνοώντας υπερβολικά,  ριζωμένες αντιλήψεις και δεδομένα και μη αποφεύγοντας  λάθη και μάλιστα  σοβαρά λάθη σε ορισμένες περιπτώσεις.    Περπάτησαν όμως θαρραλέα σε αυτόν τον δύσκολο δρόμο, αποδείχνοντας πως οι εθνικές διαιρέσεις δεν είναι η φυσική εξέλιξη, πολύ περισσότερο ο τελικός προορισμός για την ανθρωπότητα. Εκατό χρόνια μετά  οι ίδιοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά στις ανθρώπινες κοινωνίες. Από τη μια ο πόλεμος, η καταστροφή και οι ξεριζωμοί και από την άλλη η ειρηνική συμβίωση και η αναζήτηση της κοινής μοίρας. Ο υπαρκτός καπιταλισμός και ιμπεριαλισμός μας οδηγούν ξανά  στη γνωστή, χιλιοπατημένη αιματηρή διαδρομή. Αναζητείται μια άλλη προοπτική.  Ο προηγούμενος έκλεισε σύντομα και απότομα με την καπιταλιστική παλινόρθωση η οποία ξύπνησε τα φαντάσματα του εθνικισμού και του φασισμού. Γέννησε νέα τέρατα και δυστυχία για τους λαούς. Ο σοσιαλισμός θα ξανανοίξει τον άλλο δρόμο, θα αποπειραθεί ένα νέο ιστορικό κύκλο κοινωνικής, εθνικής, δηλαδή ανθρώπινης απελευθέρωσης; Ιδού το ερώτημα !

(1)         Για την ιστορία ο  Χαφούζ εφέντης Μπέγιογλου, ο ήρωας του Κοσμά Πολίτη   κατάγονταν από την Λάρισα και έφυγε το 1881 για την Προύσα,  έγινε πρόσφυγας/μουατζίρης, δεκατριών χρονών.  Ο παπά-Νικόλας  ήταν από το Τοπουσλάρ, ένα χωριό κοντά στην Λάρισα που σήμερα ονομάζεται Πλατύκαμπος. Σπούδασε  στην Αθήνα και πήγε  στην Σμύρνη για διακονία και εθνωφελή αποστολή. Ο ένας ήταν  από τους Μουσουλμάνους που έφυγαν ύστερα από την απελευθέρωση/προσάρτηση της Θεσσαλίας  στο ελληνικό κράτος. Ο άλλος  απεσταλμένος της Εκκλησίας της Ελλάδας που πούλαγε κρυφά τα λαχεία για την ενίσχυση του ελληνικού πολεμικού  στόλου. Συντοπίτες  από την Θεσσαλία συναντιόνταν στο καφενέ για ναργιλέ  και συζήτηση. Η Αυτοκρατορία  ήταν στα στερνά της , λίγο πριν την άνοδο των Νεότουρκων σε μια Σμύρνη που έσφυζε από ζωή και εμπόριο. Ο  Πολίτης  διαλέγει  τον  παπά να πει αυτό που αποτελεί πεποίθηση του,  για το απατηλό και το ψευδές των διαφορών και των διαιρέσεων  που επιβάλλουν οι επίγειοι και επουράνιοι  αφέντες  και δυνάστες της ανθρωπότητας.

Μέρος 1:

Μέρος 2:

Μέρος 3:

f
1942 Amsterdam Ave NY (212) 862-3680 chapterone@qodeinteractive.com

    Free shipping
    for orders over 50%
    en_USEnglish